- ἀνταμωμένος
- ἀντᾱμωμένος , ἀντί-ἀμόωhangperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανταμώνομαι — ανταμώνομαι, ανταμώθηκα, ανταμωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανταμώνω, ανταμώνομαι : μερικές φορές το ανταμώνω έχει και την έννοια ανταμώνομαι, π.χ. γρήγορα θα ανταμώσουμε (θα ανταμωθούμε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής